
O Μήτσος ξύπνησε πολύ προβληματισμένος σήμερα. Τον ταλανίζουν φριχτά τα τελευταία λόγια του πατέρα του: «ρεμάλι, κοίταξε να βρεις καμιά δουλειά γιατί κομμένη η πίστωση«. Όπου ‘πίστωση’ ίσον το χαρτζηλίκι που του τσουρνεύει δυο-τρεις φορές την εβδομάδα για τους καφέδες και τα τσιγάρα του. Άμα κλείσουν οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης από τον πατέρα, η οικονομική ασφυξία μοιάζει αναπόφευκτη.
Στην αρχή προσπάθησε να διαπραγματευτεί σκληρά το όλο θέμα:
«Βρε πατέρα, δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί έξω; Που να βρω δουλειά»;
«Δεν μ’ ενδιαφέρει» του απαντά με ύφος πιο αυστηρό κι από του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. «Να πας στον Κύκνο να κάνεις μεροκάματο».
«Τι λες βρε πατέρα. Αφού ο Κύκνος δεν υπάρχει εδώ και χρόνια».
Αυτό το είχε ξεχάσει ο πατέρας. Ότι η βιομηχανία-σύμβολο της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης για δεκαετίες είχε ισοπεδωθεί στο όνομα μιας άλλης ανάπτυξης, της οικιστικής. Κι έκτοτε έμεινε ίσωμα.
«Να πας γκαρσόνι στην παραλία» του αντέταξε, αφού ανασυγκρότησε τη σκέψη του.
Το τελευταίο ήχησε στ’ αυτιά του Μήτσου σαν βόμβα που αμολάει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στο πλακόστρωτο της παραλίας, στην τρόικα Ραντεβού-Κοντογιώργος-Ακταίον έχει περάσει τις καλύτερες ώρες της ζωής του. Εκεί έχει κάνει όνειρα για ταξίδια μακρινά, για δουλειές που θα τον βγάλουν από την ανέχεια, για γάμους που θα του εξασφαλίσουν οικονομική ανεξαρτησία. Έχει φαντασιωθεί μεγαλεία και ξένοιαστη ζωή. Δεν το λέει η καρδιά του να σηκώσει δίσκο και wettex.
«Πρέπει να βρω μια δίκαιη και αμοιβαία επωφελή λύση» σκέφτεται μεγαλόφωνα. Και τη βρίσκει!
«Θ’ ανοίξω cafe-croissanterie-tyropiterie» ανακοινώνει με ύφος Γιάνη Βαρουφάκη στον πατέρα του.
Κι όσο το ξανασκέφτεται τόσο περισσότερο του αρέσει. Ξέρει απ΄πρώτο χέρι ότι καφές και προϊόντα ζύμης είναι θεσμοί στην πόλη του Ναυπλίου. Και ήρθε η ώρα να τα υπηρετήσει από μέσα.
«Δεσμεύεσαι να το κάνεις;» ρωτά με εμφανή δυσπιστία ο πατέρας του.
«Φυσικά και δεσμεύομαι» απαντά με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. «Σε έξι μήνες ο Μήτσος θα είναι ένας άλλος Μήτσος. Δουλευταράς και οικονομικά φερέγγυος. Χωρίς ανάγκη από δανεικά και ξένα λεφτά«.
Το μόνο που τον προβληματίζει είναι το πού ακριβώς θα στήσει τη νέα του επιχείρηση. Στην Άργους ή στην Αμαλίας; Καλά πόστα και τα δύο. Θα αποφασίσει αργότερα.
«Λοιπόν , έχουμε συμφωνία ;» ρωτάει τον εμφανώς σκεπτικό πατέρα του.
«Έχουμε» απαντά αυτός μέσα από τα δόντια. «Αλλά σε έξι μήνες θα αξιολογήσω την πρόοδο σου» προσθέτει κοφτά. «Μέχρι τότε το χρήμα από μένα με το σταγονόμετρο«.
«Ουάου» αναφωνεί περιχαρής ο Μήτσος. Επιτέλους, σε λίγο καιρό θα γλυτώσει από την επιτήρηση του πατέρα του. Θα ανοίξει τα φτερά του περήφανος κι αυτάρκης. Και τότε…
«Μήτσο, Μήτσο. Ξύπνα λεβέντη μου. Μεσημέριασε». Η στριγγλή φωνή της μάνας του τον βγάζει βίαια από το υπέροχο όνειρο του.
«Ο πατέρας σου είπε να κοιτάξεις για καμιά δουλειά» συνεχίζει με πιο γλυκιά φωνή αυτή τη φορά.
«Άσε μας ρε μάνα κι εσύ κι ο γέρος. Τι ζόρι τραβάτε κυριακάτικα»;
Σηκώνεται εκνευρισμένος, ντύνεται άρον άρον και φεύγει βιαστικά, χτυπώντας με δύναμη πίσω του την πόρτα. Πάει για καφεδάκι στην παραλία. Γιατί ο κυριακάτικος καφές στην παραλία είναι Ο θεσμός.

Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...